- παύλα
- Αγία της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μαρτύρησε με σπαθί στον ίδιο τόπο όπου μαρτύρησε ο άγιος Λουκιλλιανός, τον οποίο είχε περιθάλψει και βοηθήσει. Η μνήμη της τιμάται στις 3 Ιουνίου, μαζί με εκείνην του Λουκιλλιανού. Η Π. καταγόταν από τη Νικομήδεια της Μικράς Ασίας.
* * *η / παῡλα, ΝΑπαύση, κατάπαυση, τέλος, σταμάτημα, διακοπή («παῡλα κακῶν», Σοφ.)νεοελλ.1. γραμμ. σημείο στίξεως, αλλ. κεραία (—), με το οποίο σημαίνεται διακοπή τής σειράς τού λόγου, προκειμένου να παρεμβληθεί μια αυτοτελής ή παρενθετική φράση ή πρόταση, η οποία μπορεί να τεθεί και μεταξύ δύο κομμάτων ή μέσα σε παρένθεση2. μουσ. η παύση*3. φρ. «τελεία και παύλα» — λέγεται για δήλωση οριστικού τερματισμού και παραίτησης από κάθε περαιτέρω ενέργεια ή συζήτηση για ένα θέμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. παυ- τού παύω + επίθημα -λ-α (πρβλ. τρώγ-λ-η)].
Dictionary of Greek. 2013.